- διαταφρεύω
- διαταφρεύω (Α)1. οχυρώνω με τάφρο2. σκάβω βαθιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ταφρεύω < τάφρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαταφρεύει — διαταφρεύω cut off pres ind mp 2nd sg διαταφρεύω cut off pres ind act 3rd sg διαταφρεύω cut off pres ind mp 2nd sg διαταφρεύω cut off pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταφρεύειν — διαταφρεύω cut off pres inf act (attic epic) διαταφρεύω cut off pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεταφρεύθη — διαταφρεύω cut off aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετετάφρευτο — διαταφρεύω cut off plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετάφρευε — διαταφρεύω cut off imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετάφρευεν — διαταφρεύω cut off imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετάφρευσαν — διαταφρεύω cut off aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετάφρευσε — διαταφρεύω cut off aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετάφρευσεν — διαταφρεύω cut off aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)